Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεμοδέρνω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεμοδ|έρνω <-ειρα, -αρμένος> [anɛmɔˈðɛrnɔ] VERB αμετάβ

ανεμοδέρνω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский