Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανεκκαθάριστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανεκκαθάριστ|ος <-η, -ο> [anɛkaˈθaristɔs] ΕΠΊΘ

1. ανεκκαθάριστος (λογαριασμός):

ανεκκαθάριστος

2. ανεκκαθάριστος (επιχείρηση):

ανεκκαθάριστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский