Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανατόμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανατόμος [anaˈtɔmɔs] SUBST mf

1. ανατόμος ΙΑΤΡ:

ανατόμος
Anatom(in) αρσ (θηλ)

2. ανατόμος μτφ:

ανατόμος
Erforscher(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский