Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανασυνδέω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανασυνδέ|ω <-σα, -θηκα> [anasinˈðɛɔ] VERB μεταβ

1. ανασυνδέω (πράγματα):

ανασυνδέω

2. ανασυνδέω (φιλία):

ανασυνδέω

3. ανασυνδέω (σχέσεις):

ανασυνδέω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский