Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ανανεωτικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ανανεωτικ|ός <-ή, -ό> [ananɛɔtiˈkɔs] ΕΠΊΘ

ανανεωτικός
Erneuerungs-
Erneuerungsmaßnahmen θηλ πλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский