Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναλγησία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναλγησία [analjiˈsia] SUBST θηλ

1. αναλγησία ΙΑΤΡ:

αναλγησία
Analgesie θηλ

2. αναλγησία (έλλειψη συμπόνιας):

αναλγησία

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский