Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναθρέφω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναθρέφω

αναθρέφω s. ανατρέφω

Βλέπε και: ανατρέφω

ανα|τρέφω <-θρεψα, -τράφηκα, -θρεμμένος> [anaˈtrɛfɔ] VERB μεταβ

1. ανατρέφω (μεγαλώνω):

2. ανατρέφω (διαπαιδαγωγώ):

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский