Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναδρομικότητα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναδρομικότητα [anaðrɔmiˈkɔtita] SUBST θηλ

1. αναδρομικότητα (γενικά):

αναδρομικότητα
Rückwirkung θηλ

2. αναδρομικότητα (νόμου):

αναδρομικότητα

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский