Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναγνωριστικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αναγνωριστικ|ός <-ή, -ό> [anaɣnɔristiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αναγνωριστικός (για τη συλλογή πληροφοριών):

αναγνωριστικός
Erkundungs-
Aufklärer αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский