Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αναβλύζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

I . αναβλύ|ζω <-σα, -στηκα> [anaˈvlizɔ] VERB μεταβ (βγάζω υγρό)

αναβλύζω

II . αναβλύ|ζω <-σα, -στηκα> [anaˈvlizɔ] VERB αμετάβ (για υγρά: βγαίνω)

αναβλύζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский