Ελληνικά » Γερμανικά

ανέμελ|ος <-η, -ο> [aˈnɛmɛlɔs] ΕΠΊΘ

1. ανέμελος (ξέγνοιαστος, όχι σχολαστικός):

ανέμελος

2. ανέμελος (αμελής, αδιάφορος):

ανέμελος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский