Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμφίεση“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμφίεσ|η <-εις> [aɱˈfiɛsi] SUBST θηλ

αμφίεση
Kleidung θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский