Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμπόλιαστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμπόλιαστ|ος <-η, -ο> [amˈbɔʎastɔs] ΕΠΊΘ

1. αμπόλιαστος (δέντρο):

αμπόλιαστος

2. αμπόλιαστος (άνθρωπος):

αμπόλιαστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский