Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμεριμνησία“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμεριμνησία [amɛrimniˈsia] SUBST θηλ

αμεριμνησία
Sorglosigkeit θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский