Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αμίαντο“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αμίαντο [aˈmiandɔ] SUBST ουδ (σε λάμπα πετρελαίου κτλ)

αμίαντο
Docht αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский