Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλοιφή“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλοιφή [aliˈfi] SUBST θηλ

αλοιφή
Salbe θηλ
ρευματική αλοιφή
Rheumasalbe θηλ
κάνω κάποιον αλοιφή

Παραδειγματικές φράσεις με αλοιφή

ρευματική αλοιφή

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский