Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλμυρίζω“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλμυρί|ζω <-σα> [almiˈrizɔ] VERB αμετάβ (έχω αλμυρή γεύση)

αλμυρίζω

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский