Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλλιώτικος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλλιώτικ|ος <-η, -ο> [aˈʎɔtikɔs] ΕΠΊΘ

1. αλλιώτικος (άλλου είδους):

αλλιώτικος

2. αλλιώτικος (ιδιόρρυθμος):

αλλιώτικος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский