Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αλλαξοπιστώ , αλλαξοπιστία και αλλαξοκαιριά

αλλαξοπιστ|ώ <-είς, -ησα> [alaksɔpisˈtɔ] VERB αμετάβ

αλλαξοπιστία [alaksɔpisˈtia] SUBST θηλ

αλλαξοκαιριά [alaksɔcɛˈri̯a] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский