Ελληνικά » Γερμανικά

αλκοολικ|ός <-ή, -ό> [alkɔɔliˈkɔs] ΕΠΊΘ

αλκοολικός

αλκοολικός (αλκοολική) [alkɔɔliˈkɔs, alkɔɔliˈci] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αλκοολικός (αλκοολική)
Alkoholiker(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский