Ελληνικά » Γερμανικά

αλανιάρ|ης (-α) [alaˈɲar|is, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

βαλανιδιά [valaniˈðja], βελανιδιά [vɛlaniˈðja] SUBST θηλ

αλανιάρικ|ος <-η, -ο> [alaˈɲarikɔs] ΕΠΊΘ

διακονιάρ|ης <-ηδες> [ðiakɔˈɲaris] SUBST αρσ, διακονιάρα [ðiakɔˈɲara] SUBST θηλ

1. διακονιάρης (ζητιάνος):

Bettler(in) αρσ (θηλ)

2. διακονιάρης (πολύ φτωχός):

αλάνι [aˈlani] SUBST ουδ

αλανίνη [alaˈnini] SUBST θηλ

αλάνα [aˈlana] SUBST θηλ

βαλανίτιδα [valaˈnitiða] SUBST θηλ

μελάνιασμα [mɛˈlaɲazma] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский