Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλίωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλίωτ|ος <-η, -ο> [aˈliɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. αλίωτος (όχι λιωμένος):

αλίωτος

2. αλίωτος (νεκρός):

αλίωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский