Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αλάθευτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αλάθευτ|ος <-η, -ο> [aˈlaθɛftɔs] ΕΠΊΘ

1. αλάθευτος (χωρίς λάθος):

αλάθευτος

2. αλάθευτος (αλάθητος):

αλάθευτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский