Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακύρωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακύρωτ|ος <-η, -ο> [aˈcirɔtɔs] ΕΠΊΘ

ακύρωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский