Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακυρίευτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακυρίευτ|ος <-η, -ο> [aciˈriɛftɔs] ΕΠΊΘ

1. ακυρίευτος (που δεν έχει κυριευτεί):

ακυρίευτος

2. ακυρίευτος (που δεν μπορεί να κυριευτεί):

ακυρίευτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский