Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακροατής“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακροατής (ακροάτρια) [akrɔaˈtis, akrɔˈatria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

1. ακροατής (σε συναυλία):

ακροατής (ακροάτρια)
Zuhörer(in) αρσ (θηλ)
das Publikum ουδ ενικ

2. ακροατής (ραδιοφώνου):

ακροατής (ακροάτρια)
Hörer(in) αρσ (θηλ)
ακροατής ραδιοφώνου
Radiohörer(in) αρσ (θηλ)

3. ακροατής ΠΑΝΕΠ:

ακροατής (ακροάτρια)
Gasthörer(in) αρσ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με ακροατής

ακροατής ραδιοφώνου
Radiohörer(in) αρσ (θηλ)

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский