Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακλήρωτος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακλήρωτ|ος <-η, -ο> [aˈklirɔtɔs] ΕΠΊΘ

1. ακλήρωτος (λαχείο):

ακλήρωτος

2. ακλήρωτος ΣΤΡΑΤ:

ακλήρωτος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский