Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακατάβλητος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακατάβλητ|ος <-η, -ο> [akaˈtavlitɔs] ΕΠΊΘ

1. ακατάβλητος (αδάμαστος):

ακατάβλητος

2. ακατάβλητος (χρέος):

ακατάβλητος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский