Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ακανόνιστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ακανόνιστ|ος <-η, -ο> [akaˈnɔnistɔs] ΕΠΊΘ

1. ακανόνιστος (μη κανονικός):

ακανόνιστος

2. ακανόνιστος (ατακτοποίητος):

ακανόνιστος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский