Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αιτιολογικός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αιτιολογικ|ός <-ή, -ό> [ɛtiɔlɔjiˈkɔs] ΕΠΊΘ

1. αιτιολογικός (που δηλώνει την αιτία):

αιτιολογικός

2. αιτιολογικός ΓΛΩΣΣ:

αιτιολογικός
Kausalsatz αρσ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский