Ελληνικά » Γερμανικά

αιμομίκτης [ɛmɔˈmiktis], αιμομίχτης [ɛmɔˈmixtis], αιμομίκτρια [ɛmɔˈmiktria], αιμομίχτρια [ɛmɔˈmixtria] SUBST αρσ/θηλ

αιμοδοσία [ɛmɔðɔˈsia] SUBST θηλ

αιμοδότης (αιμοδότρια) [ɛmɔˈðɔtis, ɛmɔˈðɔtria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αιμοδότης (αιμοδότρια)
Blutspender(in) αρσ (θηλ)

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST αρσ, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST θηλ

αιμοδιψία [ɛmɔðiˈpsia] SUBST θηλ

αιμοχολία [ɛmɔxɔˈlia] SUBST θηλ ΙΑΤΡ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский