Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αιθέριος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αιθέρι|ος <-α, -ο> [ɛˈθɛriɔs] ΕΠΊΘ

1. αιθέριος:

αιθέριος
ätherisches Öl ουδ

2. αιθέριος μτφ (ανάλαφρος σαν αιθέρας):

αιθέριος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский