Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: αεροεπιβάτης , προδότισσα , επιβατικός , αεροβατώ , προστάτισσα και αναβάτισσα

αεροεπιβάτης (αεροεπιβάτισσα) [aɛrɔɛpiˈvatis, aɛrɔɛpiˈvatisa] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

αεροεπιβάτης (αεροεπιβάτισσα)
Flugpassagier(in) αρσ (θηλ)

αναβάτης [anaˈvatis] SUBST αρσ, αναβάτρια [anaˈvatria], αναβάτισσα [anaˈvatisa] SUBST θηλ

προστάτρια [prɔsˈtatria], προστάτισσα [prɔsˈtatisa] SUBST θηλ

αεροβατ|ώ <-είς> [aɛrɔvaˈtɔ] VERB αμετάβ nur präs und imperf

προδότης [prɔˈðɔtis] SUBST αρσ, προδότρια [prɔˈðɔtria], προδότισσα [prɔˈðɔtisa] SUBST θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский