Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „αέτωμα“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

αέτωμα [aˈɛtɔma] SUBST ουδ

1. αέτωμα (κτηρίου):

αέτωμα
Giebel αρσ

2. αέτωμα (αρχαίου ναού):

αέτωμα
Aetos αρσ
αέτωμα
Giebeldreieck ουδ

3. αέτωμα ΓΕΩΛ:

αέτωμα
Pediment ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский