Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ήμερος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ήμερ|ος <-η, -ο> [ˈimɛrɔs] ΕΠΊΘ

1. ήμερος (ζώο):

ήμερος

2. ήμερος (άνθρωπος):

ήμερος

ιδιωτισμοί:

Kulturpflanze θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский