Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ένθερμος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ένθερμ|ος <-η, -ο> [ˈɛnθɛrmɔs] ΕΠΊΘ

1. ένθερμος (θαυμαστής, υποστηριχτής):

ένθερμος

2. ένθερμος (οπαδός):

ένθερμος

3. ένθερμος (παράκληση):

ένθερμος

4. ένθερμος (υποδοχή):

ένθερμος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский