Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „ένδοξος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

ένδοξ|ος <-η, -ο> [ˈɛnðɔksɔs] ΕΠΊΘ

1. ένδοξος (πράξη):

ένδοξος

2. ένδοξος (άνθρωπος):

ένδοξος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский