Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άσπονδος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άσπονδ|ος <-η, -ο> [ˈaspɔnðɔs] ΕΠΊΘ (και μίσος, εχθρός)

άσπονδος
άσπονδος εχθρός
άσπονδος εχθρός
Erzfeind αρσ
άσπονδος φίλος
falscher Freund αρσ

Παραδειγματικές φράσεις με άσπονδος

άσπονδος φίλος
άσπονδος εχθρός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский