Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άσβεστος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άσβεστος

άσβεστος s. ασβέστης, άσβηστος

Βλέπε και: άσβηστος , ασβέστης

άσβηστ|ος <-η, -ο> [ˈazvistɔs] ΕΠΊΘ

1. άσβηστος (φωτιά: που δε σβήστηκε):

2. άσβηστος (φωτιά: που δε σβήνεται):

3. άσβηστος μτφ (ζήλος, δίψα):

4. άσβηστος μτφ (μίσος):

ασβέστης [aˈzvɛstis] SUBST αρσ, ασβέστι [aˈzvɛsti] SUBST ουδ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский