Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άρτιος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άρτι|ος <-α, -ο> [ˈartiɔs] ΕΠΊΘ

1. άρτιος (ακέραιος, πλήρης):

άρτιος

2. άρτιος (αριθμός: ζυγός):

άρτιος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский