Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „άλμη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

άλμη

άλμη s. άρμη

Βλέπε και: άρμη

άρμη [ˈarmi], άλμη [ˈalmi] SUBST θηλ

1. άρμη (αλατόνερο):

Salzwasser ουδ

2. άρμη ΜΑΓΕΙΡ:

Lake θηλ

άρμη [ˈarmi], άλμη [ˈalmi] SUBST θηλ

1. άρμη (αλατόνερο):

Salzwasser ουδ

2. άρμη ΜΑΓΕΙΡ:

Lake θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский