Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Φινλανδέζος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά

(Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Φι(ν)λανδέζ|ος (-α) [fi(n)lanˈðɛz|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) οικ

Παραδειγματικές φράσεις με Φινλανδέζος

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский