Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Ταϊλανδέζος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Ταϊλανδέζ|ος (-α) [tailanˈðɛz|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) οικ

Ταϊλανδέζος (-α)
Thailänder(in) αρσ (θηλ)
ένας Ταϊλανδέζος ποιητής

Παραδειγματικές φράσεις με Ταϊλανδέζος

ένας Ταϊλανδέζος ποιητής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский