Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Σουηδέζος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Σουηδέζ|ος (-α) [suiˈðɛz|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ) οικ

Σουηδέζος (-α)
Schwede αρσ (Schwedin) θηλ
ένας Σουηδέζος ποιητής

Παραδειγματικές φράσεις με Σουηδέζος

ένας Σουηδέζος ποιητής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский