Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: παλαιστινιακός , Παλαιστίνιος , παλαιότερα , παλαίστρα , παλαιστής και Παλαιστίνη

παλαιστινιακ|ός <-ή, -ό> [palɛstiniaˈkɔs] ΕΠΊΘ

Παλαιστίνι|ος (-α) [palɛsˈtini|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Palästinenser(in) αρσ (θηλ)

Παλαιστίνη [palɛsˈtini] SUBST θηλ

παλαιστής (παλαίστρια) [palɛsˈtis, paˈlɛstria] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

παλαίστρα [paˈlɛstra] SUBST θηλ

1. παλαίστρα (όπου ασκούνται οι παλαιστές):

Ring αρσ

2. παλαίστρα (της αρχαιότητας):

Palästra θηλ

3. παλαίστρα (όπου γίνεται η πάλη):

Ring αρσ

4. παλαίστρα μτφ:

Arena θηλ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский