Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Λιθουανός“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Λιθουαν|ός (-ή) [liθuaˈn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Λιθουανός (-ή)
Litauer(in) αρσ (θηλ)
ένας Λιθουανός ποιητής

Παραδειγματικές φράσεις με Λιθουανός

ένας Λιθουανός ποιητής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский