Ελληνικά » Γερμανικά

λιβεριαν|ός <-ή, -ό> [livɛri̯aˈnɔs] ΕΠΊΘ

λιβεριανός

Λιβεριαν|ός (-ή) [livɛri̯aˈn|ɔs, -i] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

Παραδειγματικές φράσεις με λιβεριανός

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский