Ελληνικά » Γερμανικά
Βλέπετε αποτελέσματα που γράφονται παρόμοια: λιβανίζω , λιβάνισμα , Λιβανέζος και λιβανέζικος

λιβανί|ζω <-σα, -στηκα, -σμένος> [livaˈnizɔ] VERB μεταβ και μτφ (εγκωμιάζω)

Λιβανέζ|ος (-α) [livaˈnɛz|ɔs, -a] SUBST αρσ/θηλ (θηλ)

λιβάνισμα [liˈvanizma] SUBST ουδ και μτφ

λιβανέζικ|ος <-η, -ο> [livaˈnɛzikɔs] ΕΠΊΘ

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский