Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Κωνσταντινούπολη“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Κωνσταντινούπολη [kɔnstandiˈnupɔli] SUBST θηλ

1. Κωνσταντινούπολη (σύγχρονη):

Κωνσταντινούπολη
Istanbul ουδ

2. Κωνσταντινούπολη (βυζαντινής και οθωμανικής αυτοκρατορίας):

Κωνσταντινούπολη

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский