Ελληνικά » Γερμανικά

Μεταφράσεις για „Καναδέζος“ στο λεξικό Ελληνικά » Γερμανικά (Μετάβαση προς Γερμανικά » Ελληνικά)

Καναδέζ|ος (-α) [kanaˈðɛz|ɔs, -a] οικ

Καναδέζος (-α)
Kanadier(in) αρσ (θηλ)
ένας Καναδέζος ποιητής

Παραδειγματικές φράσεις με Καναδέζος

ένας Καναδέζος ποιητής

Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?

Καταχωρίστε νέο λήμμα.

Σελίδα στα Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский